- ὑποδεσμεύω
- ὑποδεσ-μεύω,A = ὑποδέω, Sch.Ar.Ec.269.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδεσμεύω — Α ὑποδέω*, δένω τα σανδάλια μου … Dictionary of Greek
ὑποδεσμεύσατε — ὑποδεσμεύω aor imperat act 2nd pl ὑ̱ποδεσμεύσατε , ὑποδεσμεύω aor ind act 2nd pl ὑποδεσμεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεσμεύεται — ὑποδεσμεύω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεσμεύονται — ὑποδεσμεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)